ὀρειτύπος

ὀρειτύπος
ὀρει-τύπος [pron. full] [ῠ], ον, ([etym.] τύπτω)
A working in the mountains: ὀρειτύποι, acc. to Gal. 17(2).49, were wood-cutters and quarry-men, who brought down materials from the mountains :—so [full] ὀρεοτύποι, Thphr. HP3.3.7, 3.12.4, al. (but

ὀρει- CP5.11.3

) ; [full] ὀροιτύποι, Nic.Th.5,377, AP7.445 (Pers.), Eleg.Alex.Adesp.1.6 ; cf. also ὀροτύπος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορειτύπος — ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, ον (Α) αυτός που εργάζεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεο / ὀρο / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο τύπος] …   Dictionary of Greek

  • ὀρειτύπον — ὀρειτύπος working in the mountains masc/fem acc sg ὀρειτύπος working in the mountains neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειτύπους — ὀρειτύπος working in the mountains masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειτύπῳ — ὀρειτύπος working in the mountains masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειτυπία — ὀρειτυπία, ιων. τ. ὀρειτυπίη, ἡ (Α) [ορειτύπος] ορεινή εργασία …   Dictionary of Greek

  • ορεοτύπος — ὀρεοτύπος, ον (Α) βλ. ὀρειτυπος …   Dictionary of Greek

  • οροιτύπος — ὀροιτύπος, ον (Α) (δ. γρφ.) βλ. ὀρειτύπος …   Dictionary of Greek

  • οροτύπος — ὀροτύπος, ον (Α) βλ. ορειτύπος …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”