ορειτύπος — ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, ον (Α) αυτός που εργάζεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεο / ὀρο / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο τύπος] … Dictionary of Greek
ὀρειτύπον — ὀρειτύπος working in the mountains masc/fem acc sg ὀρειτύπος working in the mountains neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειτύπους — ὀρειτύπος working in the mountains masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειτύπῳ — ὀρειτύπος working in the mountains masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορειτυπία — ὀρειτυπία, ιων. τ. ὀρειτυπίη, ἡ (Α) [ορειτύπος] ορεινή εργασία … Dictionary of Greek
ορεοτύπος — ὀρεοτύπος, ον (Α) βλ. ὀρειτυπος … Dictionary of Greek
οροιτύπος — ὀροιτύπος, ον (Α) (δ. γρφ.) βλ. ὀρειτύπος … Dictionary of Greek
οροτύπος — ὀροτύπος, ον (Α) βλ. ορειτύπος … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek